μελοδραματικός

μελοδραματικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στο μελόδραμα: Μελοδραματικά κείμενα.
2. μτφ., πομπώδης, υπερβολικός στις εκφράσεις και τις κινήσεις, θεατρικός: Μας υποδέχτηκε με μελοδραματικό ύφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μελόδραμα 2. αυτός που έχει ύφος λόγου που προσιδιάζει σε πρόσωπα μελοδράματος 3. υπερβολικός, πομπώδης, στομφώδης («μελοδραματικό ύφος»). επίρρ... μελοδραματικώς και ά με μελοδραματικό τρόπο, σαν πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • δακρύβρεχτος — η, ο βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”