- μελοδραματικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στο μελόδραμα: Μελοδραματικά κείμενα.2. μτφ., πομπώδης, υπερβολικός στις εκφράσεις και τις κινήσεις, θεατρικός: Μας υποδέχτηκε με μελοδραματικό ύφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.